περιτείχισμα

περιτείχισμα
το, -ατος
το τείχος γύρω γύρω, η περιτείχιση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περιτείχισμα — wall of circumvallation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτείχισμα — το, ΝΑ [περιτειχίζω] 1. τείχος που περιβάλλει έναν τόπο, οχύρωμα 2. χώρος που έχει αποκλειστεί από τείχος, περιτειχισμένος χώρος …   Dictionary of Greek

  • περιτειχισμάτων — περιτείχισμα wall of circumvallation neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτειχίσμασι — περιτείχισμα wall of circumvallation neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτειχίσμασιν — περιτείχισμα wall of circumvallation neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτειχίσματα — περιτείχισμα wall of circumvallation neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτειχίσματι — περιτείχισμα wall of circumvallation neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτειχίσματος — περιτείχισμα wall of circumvallation neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αμφίβληστρον — ἀμφίβληστρον, το (Α) 1. οτιδήποτε ρίχνεται γύρω από κάποιον ή κάτι ως δίχτυ 2. το δίχτυ τού ψαρέματος που ρίχνεται στα ρηχά νερά, πεζόβολος, αθίβολος 3. λέγεται μτφ. για τον μανδύα που έριξαν γύρω από το σώμα τού Αγαμέμνονα, σαν κυνηγετικό δίχτυ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”